ΛΥΠΗΘΗΚΑΝΕ ΤΑ ΖΩΑ

Βουβαθήκαν τα μελίσσια
σταματήσαν τα ποτάμια να κυλούν
τα πουλιά πάψαν κι ακούνε
και τ' αγρίμια βουρκομένα τον κοιτούν

Τσιμεντούπολις, θλιμμένος επισκέπτης
με φλογέρα τους μιλά
μελωδία, πληγωμένη ψιθυρίζει
και το δάκρυ τους κυλά

Για μια κάμα που γυαλίζει μες τη νύχτα
αίμα τρέχει στα σκαλιά
στα σκουπίδια κάποιος γέρος ψαχουλεύει
τον γαβγίζουν τα σκυλιά

Λυπηθήκανε τα ζώα τους ανθρώπους
μίσος πήρε τα κουπιά
αποκτήσανε τα φίδια τώρα τρόπους
σέρνεται η ανθρωπιά

20/6/1983